- λειοῦ
- λειόωmake smoothpres imperat mp 2nd sgλειόωmake smoothimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λείου — λεί̱ου , λεῖος smooth masc/neut gen sg λειόω make smooth pres imperat act 2nd sg λειόω make smooth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ceremoniel — Ceremoniel, Inbegriff der Gebräuche, welche, nach Wohlstand u. Herkommen, bei feierlichen Gelegenheiten zu beobachten sind. Man theilt das C. gewöhnlich in: a) Staats od. völkerrechtliches C., dazu gehört der gegenseitige Rang der Fürsten, bei… … Pierer's Universal-Lexikon
θυσανοστρώματα — τα (μετεωρ.) κύρια κατηγορία νεφών τα οποία έχουν τη μορφή ινώδους ή λείου υπόλευκου πέπλου και καλύπτουν το σύνολο ή και ένα μόνον τμήμα τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + στρώμα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cirrostratus. Η λ.… … Dictionary of Greek
λειοσηρικό — το είδος στιλπνού και λείου μεταξωτού υφάσματος, το ατλάζι, αλλ. ολοσηρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + σηρικό (< σήρ, ηρός «μεταξοσκώληκας»)] … Dictionary of Greek
νανκίν — (Nanjing). Πόλη (1.846.300 κάτ. το 2003) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κιανγκσού. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Γιανγκτσέ Κιανγκ, στη συμβολή σημαντικών οδικών και σιδηροδρομικών γραμμών, μια από τις οποίες είναι… … Dictionary of Greek
ξενοπαρασιτισμός — ο ζωολ. αντίδραση παρασιτικής μορφής που προκαλείται με την εισαγωγή ενός λείου αδρανούς σώματος σε ζωντανό οργανισμό … Dictionary of Greek
οδοντίζω — ὀδοντίζω (Α) [οδούς] γυαλίζω, στιλβώνω κάτι με τη χρήση δοντιού, δηλαδή σκληρού και λείου οστού 2. (το παθ.) ὀδοντίζομαι (σχετικά με μηχάνημα) εφοδιάζομαι με δόντια («ἔτσι δὲ τὸ τύμπανον κυκλοτερές κατασκεύασμα ὠδοντισμένον», Ορειβ.) … Dictionary of Greek
ψιλότης — ητος, ἡ, Α [ψιλός] 1. η ιδιότητα τού φαλακρού 2. (για γυναικείο σώμα) η ιδιότητα τού λείου 3. γραμμ. έλλειψη δασέος πνεύματος, απουσία δασύτητας … Dictionary of Greek
οργανοληπτική — Ο όρος υποδηλώνει της ιδιότητες μιας ουσίας, οι οποίες μπορούν να καθοριστούν από τις αισθήσεις μας, όπως το χρώμα, η γεύση, η οσμή, η αντίδραση αφής· ο. σημαίνει πράγματι «λήψη διά των οργάνων». Η μεταλλική στιλπνότητα, η διαφάνεια, η σκιερότητα … Dictionary of Greek